-
1 κατα-γε-ωργέω
κατα-γε-ωργέω, bestellen, beackern, τὸ πεδίον ἀνιερωϑὲν αὖϑις κατεγεώργουν Strab. IX, 419.
См. также в других словарях:
καταγεωργώ — καταγεωργῶ, έω (Α) καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)] … Dictionary of Greek